- δεράγχη
- δερ-άγχη, ἡ, ([etym.] δέρη)A collar, AP6.109.3 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεράγχη — δεράγχη, η (Α) βρόχος, θηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)] … Dictionary of Greek
δεράγχας — δεράγχᾱς , δεράγχη collar fem acc pl δεράγχᾱς , δεράγχη collar fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεραγχής — δεραγχής, ές (Α) [δεράγχη] αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός … Dictionary of Greek